37. «ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΟΡΑΣΗ - Μια εξερεύνηση της τέχνης και του εγκεφάλου » του Σεμίρ Ζέκι - Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης / 37. "IΝΝΕR VISION - An exploration of art and the brain" by Semir Zeki - University Press of Crete
37. «ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΟΡΑΣΗ - Μια εξερεύνηση της τέχνης και του εγκεφάλου» του Σεμίρ Ζέκι
Α) Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Πόσοι άραγε αναγνώστες – φίλοι της επιστήμης ή της τέχνης – έχουν
διερωτηθεί πώς ο εγκέφαλος αντιλαμβάνεται τις εικόνες που προσλαμβάνουν οι
ανθρώπινοι οφθαλμοί; Σύμφωνα, λοιπόν, με το παρουσιαζόμενο βιβλίο του θεμελιωτή
της νευροαισθητικής, Σεμίρ Ζέκι, η κάθε ιδιότητα οποιασδήποτε εικόνας γίνεται
αντιληπτή από διαφορετική, εξειδικευμένη περιοχή του εγκεφάλου. Π.χ. υπάρχουν
ξεχωριστές περιοχές για την αντίληψη του χρώματος, της μορφής ή της κίνησης.
Τελικά όλες οι αποσπασματικές αντιλήψεις, που δημιουργούνται με ελάχιστη
διαφορά χρόνου, συνθέτουν τη συνολική εντύπωση του θεατή για το αντικείμενο που
βλέπει. Επιπρόσθετα, στην περίπτωση που υποστεί βλάβη κάποια εξειδικευμένη
εγκεφαλική περιοχή σχετική με την όραση, ο ασθενής δεν παύει να βλέπει εντελώς
αλλά αντιλαμβάνεται τις υπόλοιπες ιδιότητες της εικόνας, οι οποίες αναγνωρίζονται
από τα υγιή κέντρα όρασής του. Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, στους ασθενείς
με αχρωματοψία. Όλος ο παραπάνω διαχωρισμός οδηγεί στο να υπάρχουν διάφορα είδη
αισθητικής στην τέχνη. Έτσι υπάρχουν η αισθητική του χρώματος, των
προσωπογραφιών των τοπίων και ούτω καθεξής. Όλες αυτές μαζί συνθέτουν την
ανώτερη αισθητική. Όμως ακόμη δεν υπάρχει επαρκής γνώση για το πώς οι
πληροφορίες που προέρχονται από συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου δίνουν την
ενοποιημένη εικόνα του οπτικού κόσμου.
Ένα από τα θέματα που θίγει ο Ζέκι στο βιβλίο του είναι το κατά πόσο
υπάρχουν πραγματικά ιδεατές μορφές στον κόσμο, όπως υποστήριζε ο Πλάτωνας ή
αντίθετα, το κατά πόσο αυτές εξαρτώνται από τις οπτικές ικανότητες του
εγκεφάλου του εκάστοτε παρατηρητή. Φαίνεται ότι ισχύει η δεύτερη εκδοχή. Ως
υποστηρικτικό επιχείρημα χρησιμοποιείται το παράδειγμα γεννημένων τυφλών ατόμων
που απέκτησαν αργά την όρασή τους, μετά από χειρουργική επέμβαση.
Προχωρώντας την ανάλυσή του ο Σεμίρ Ζέκι θίγει το εξής ακόμη ζήτημα:
Φαίνεται ότι κάθε κύτταρο του εγκεφάλου που σχετίζεται με την όραση είναι ικανό
να ανταποκρίνεται σε πολύ συγκεκριμένα ερεθίσματα, π.χ. στις κινήσεις ορισμένης
διεύθυνσης ή σε κάποια μόνο χρώματα. Αυτό καθιστά ενδιαφέρουσα τη διερεύνηση
της σχέσης ανάμεσα στη λειτουργία μεμονωμένων κυττάρων και στην εκτίμηση
συγκεκριμένων καλλιτεχνικών δημιουργημάτων.
Κάτι ακόμη ιδιαίτερα ενδιαφέρον που ερευνά ο συγγραφέας είναι η
νευροφυσιολογία των προσανατολισμένων γραμμών.
Τέτοιες υπάρχουν σε έργα πολλών μοντέρνων καλλιτεχνών, όπως του
Έλσγουορθ Κέλυ, του Καζιμίρ Μαλέβιτς, του Αλεξάντρ Ροτσένκο, του Πιε Μοντριάν
και άλλων. Φαίνεται πως η γραμμή είχε πάντα κυρίαρχο ρόλο στην τέχνη. Σύμφωνα
με το συγγραφέα, μια μεγάλη ομάδα εγκεφαλικών κυττάρων αποκρίνεται επιλεκτικά
σε γραμμές συγκεκριμένου προσανατολισμού. Αυτά αποτελούν τους δομικούς λίθους
για την επεξεργασία των μορφών. Οπότε είναι πιθανό η σχέση μεταξύ της λειτουργίας
του οπτικού φλοιού και του έργου των καλλιτεχνών να μην είναι τυχαία. Επίσης
έχει παρατηρηθεί ότι τα κύτταρα που βρίσκονται κατά το μήκος μιας γραμμής της
επιφάνειας του εγκεφαλικού φλοιού αποκρίνονται σε μια γραμμή (π.χ. έργου
τέχνης) του ίδιου προσανατολισμού. Αντίθετα, μια γραμμή κυττάρων διαφορετικής
διεύθυνσης ανταποκρίνεται σε γραμμές της ίδιας διεύθυνσης ενός καλλιτεχνικού
έργου (ή αντικειμένου). Επαγωγικά, βλέποντας ο θεατής ένα έργο τέχνης,
ορισμένες οπτικές περιοχές του εγκεφάλου του ενεργοποιούνται αν μια γραμμή
συγκεκριμένου προσανατολισμού προσπέσει στο τμήμα του οπτικού πεδίου στο οποίο
«βλέπει» ένα κύτταρο επιλεκτικό για το συγκεκριμένο προσανατολισμό. Αν, πάλι,
τα κύτταρα αυτού του είδους χαθούν, δεν είναι δυνατή η αισθητική εμπειρία του
έργου.
Άλλη περίπτωση διαφοροποιημένης αίσθησης των καλλιτεχνικών έργων είναι
όταν συγκεκριμένες παθήσεις επιτρέπουν στους ασθενείς να αντιλαμβάνονται τα
χρώματα και όχι τις μορφές των έργων.
Αξιοσημείωτο είναι ότι υπάρχουν περιπτώσεις καλλιτεχνών, όπως του
Μοντριάν, που είχαν απίστευτη εμμονή με συγκεκριμένο προσανατολισμό των έργων
τους. Έτσι ο εν λόγω καλλιτέχνης ένιωθε τόσο εκνευρισμό με τις διαγώνιες
γραμμές του Τέο βαν Ντούσμπεργκ, που του δήλωσε την αδυναμία συνεργασίας μαζί
του εξαιτίας μόνο και μόνο αυτού του λόγου.
Εντωμεταξύ, τα εγκεφαλικά κύτταρα είναι τόσο επιλεκτικά, ώστε
ανταποκρίνονται ή όχι ανάλογα με το πλάτος των γραμμών και όχι μόνο ανάλογα με
τη διεύθυνσή τους.
Τί συμβαίνει, όμως, όσον αφορά στα σχήματα, τετράγωνα ή ορθογώνια; Τα
υποδεκτικά πεδία των οπτικών σημάτων του εγκεφάλου είναι τετράγωνα ή ορθογώνια.
Αυτά ερεθίζονται συνήθως όταν υπάρχει μεταβολή ανάμεσα στην ενέργεια του
ερεθίσματος και σε εκείνη του περιβάλλοντος χώρου του, π.χ. όταν
αντιλαμβάνονται ένα μπλε τετράγωνο σε μαύρο φόντο. Αυτό συμβαίνει στο έργο του
Ντούσμπεργκ «Η αγελάδα», στο οποίο 14 ορθογώνια βρίσκονται πάνω σε ανοιχτόχρωμο
φόντο. Πάντως, η αντίληψη αυτής της τέχνης υπάρχει επειδή τα κύτταρα του
εγκεφάλου αυτά ανταποκρίνονται σε αυτή. Γι’ αυτό, εξάλλου, δεν υπάρχει
υπεριώδης τέχνη: επειδή ο εγκέφαλος δεν αντιλαμβάνεται την υπεριώδη
ακτινοβολία.
Ένα ακόμη θέμα που θίγει ο συγγραφέας είναι η διάφορά ανάμεσα στο πώς
αντιλαμβάνεται ο εγκέφαλος τα έργα τέχνης που αποτελούνται από συνεχείς γραμμές
και στο πώς εκείνα που συντίθενται από τελείες. Ερωτηματικό αποτελεί και ο
τρόπος αντίληψης του εγκεφάλου ότι οι τελείες των έργων του Ανρί Ματίς ή τα
κινούμενα μέρη των έργων του Κάλντερ συνθέτουν ενιαία έργα τέχνης. Πιθανώς για
να επιτευχθεί αυτό υφίσταται μια περιοχή του εγκεφάλου που βοηθά στην αντίληψη
ότι τα συνθετικά στοιχεία του έργου είναι γραμμές, τελείες ή οτιδήποτε άλλο.
Παρότι, βάσει όσων προαναφέρθηκαν, τα διάφορα οπτικά κύτταρα του
εγκεφάλου ερεθίζονται από γραμμές διαφορετικών προσανατολισμών, φαίνεται ότι ο
ερεθισμός πολλών από αυτά εξαρτάται και από τη φορά κίνησης των γραμμών. Αυτή η
επιστημονική διαπίστωση δεν ήταν γνωστή όταν ο Ελβετός καλλιτέχνης Ζαν Τενγκελύ
αισθάνθηκε να εντυπωσιάζεται παρατηρώντας το ζωγράφο Ζωρζ Ματιέ να ζωγραφίζει
εκτελώντας συγκεκριμένες κινήσεις. Ο εντυπωσιασμός του, τον οδήγησε στην
ανάπτυξη της κινητικής τέχνης του. Η ιδέα αυτού του είδους τέχνης είχε ήδη
εισαχθεί από άλλους καλλιτέχνες, προσθέτοντας έτσι και την παράμετρο του χρόνου
στο χώρο των καλών τεχνών. Πάντως, εν αγνοία του, ο Τενγκελύ συνταίριαξε την
τέχνη του με τη λειτουργία των κυττάρων του εγκεφάλου που αποκρίνονται σε
κινούμενες, προσανατολισμένες γραμμές και ακμές. Η τέχνη του, δηλαδή, διεγείρει
διαφορετικές ομάδες εγκεφαλικών κυττάρων από εκείνες που διεγείρει η τέχνη του
Μάλεβιτς. Πρόκειται και πάλι για μια λειτουργική εξειδίκευση στην αισθητική.
Ένα από τα μεγαλύτερα κεφάλαια του βιβλίου είναι αφιερωμένο στην
κινητική τέχνη. Οι καλλιτέχνες που τη θεμελίωσαν δε γνώριζαν τότε ότι με αυτή
ερέθιζαν την περιοχή V5 του εγκεφάλου, που είναι εξειδικευμένη στο να
αντιλαμβάνεται την κίνηση. Από τους πρώτους καλλιτέχνες που ασχολήθηκαν με την
εισαγωγή της κίνησης στην τέχνη ήταν ο Μαρσέλ Ντυσάν. Επίσης, ο Αντουάν Πέβσνερ
και ο Ναούμ Γκαμπό θεώρησαν την κίνηση ως την τέταρτη διάσταση της τέχνης. Όμως
αυτός που της έδωσε άλλη πνοή ήταν ο Αλεξάντερ Κάλντερ. Μάλιστα, ενστικτωδώς
χρωμάτιζε τα «κινητά» γλυπτά του μόνο με ένα χρώμα (άσπρο, μαύρο ή κόκκινο)
επιχειρώντας ασυνείδητα να ερεθίσει περισσότερο και την περιοχή του εγκεφάλου
που αναγνωρίζει το χρώμα και όχι μόνο εκείνη που αναγνωρίζει την κίνηση. Κάτι
ακόμη που εισήγαγε ο Κάλντερ στην τέχνη ήταν ο παράγοντας της τυχαιότητας. Αυτό
έγινε με τη δημιουργία «κινητών» γλυπτών που κινούνταν με την πνοή του ανέμου
και όχι με μηχανισμό. Πάντως, οι καινοτομίες της τέχνης του Κάλντερ προκάλεσαν
θετικές εντυπώσεις και έμπνευση στους ποιητές της εποχής του. Η προαναφερόμενη
τυχαιότητα της κίνησης στην τέχνη έχει διερευνηθεί νευροφυσιολογικά και έχει
διαπιστωθεί ότι προκαλεί αύξηση της ροής του αίματος στην περιοχή V1 του
εγκεφάλου.
Ωστόσο η εξέλιξη της κινητικής τέχνης, κατά την οποία η κίνηση ξεπέρασε σε
σπουδαιότητα τη μορφή, πραγματοποιήθηκε από τον Ζαν Τενγκελύ μέσω του
αυτοκαταστεφόμενου γλυπτού του «Τιμή στη Νέα Υόρκη» (1960).
Τελικά, με τον πίνακα «Αίνιγμα» του Ισιά Λεβιάν επιτεύχθηκε η
ενεργοποίηση της περιοχής V5 του εγκεφάλου. Έτσι στον εγκέφαλο φαίνεται ότι οι
ομόκεντροι δακτύλιοι είναι σε κίνηση ενώ στην πραγματικότητα είναι στατικοί.
Πρόκειται, επομένως, για ένα έργο, η τελική μορφή του οποίου κατασκευάζεται από
τους νόμους του ίδιου του εγκεφάλου.
Το επόμενο θέμα που πραγματεύεται ο Σεμίρ Ζέκι στο βιβλίο του είναι η
ύπαρξη περιοχών του εγκεφάλου εξειδικευμένων στο να αναγνωρίζουν πρόσωπα.
Πολλοί καταξιωμένοι καλλιτέχνες του παρελθόντος έχουν δημιουργήσει
προσωπογραφίες με τέτοιο τρόπο που αποδίδει στο θεατή το χαρακτήρα των
απεικονιζόμενων προσώπων. Υπάρχουν, επίσης, περιπτώσεις εγκεφαλικών βλαβών που
έχουν ως αποτέλεσμα την προσωπαγνωσία. Κάποιοι εκ των ασθενών που πάσχουν από
αυτή καταφέρνουν να αναγνωρίζουν πρόσωπα αλλά όχι τα συναισθήματα που
υποδηλώνει η έκφρασή τους ή το αντίστροφο.
Ένα ακόμη ζήτημα που πραγματεύεται ο Ζέκι είναι η φυσιολογία της
έγχρωμης όρασης. Σύμφωνα με το συγγραφέα, ο ίδιος ο εγκέφαλος δίνει την αίσθηση
του συγκεκριμένου και σταθερού χρώματος των αντικειμένων, το οποίο δεν
εξαρτάται από τις συνθήκες του περιβαλλοντικού φωτισμού. Η περιοχή του
εγκεφάλου που είναι υπεύθυνη για την αντίληψη του σταθερού χρώματος των
αντικειμένων είναι η V4. Αντίθετα, έχει διαπιστωθεί ότι
ασθενείς των οποίων έχει παραμείνει υγιής μόνο η περιοχή V1, το χρώμα των
αντικειμένων που αντιλαμβάνονται εξαρτάται πάντα από το χρώμα του φωτός που
ανακλάται πάνω τους. Σε γενικές γραμμές, σε έναν υγιή άνθρωπο το χρώμα
συνδέεται με τη μορφή των αντικειμένων που βλέπει. Μόνο σε ορισμένες
περιπτώσεις ασθενών κάποιος μπορεί να βλέπει χρώμα χωρίς μορφή, όπως
ονειρεύονταν οι φωβιστές.
Οι φωβιστές αναπαρέστησαν τα αντικείμενα με αφύσικα χρώματα.
Συγκρίνοντας τις περιοχές του εγκεφάλου που ενεργοποιούνται κατά τη θέαση
αντικειμένων με φυσικά χρώματα με εκείνες που ενεργοποιούνται όταν αντικείμενα
παρουσιάζονται με αφύσικα χρώματα διακρίνεται ότι οι αυτές είναι διαφορετικές.
Άρα με την εφαρμογή αφύσικων χρωμάτων σε αντικείμενα, ουσιαστικά οι καλλιτέχνες
πραγματοποίησαν μοναδικά νευροβιολογικά πειράματα μελέτης της οργάνωσης του
οπτικού εγκεφάλου. Έτσι αποδείχτηκε ότι στην αναγνώριση των χρωμάτων σε
αφηρημένα έργα συμβάλει ο αυτόματος υπολογισμός τους από τον εγκέφαλο ενώ στην
αναγνώριση των χρωμάτων υπαρκτών αντικειμένων συμβάλλουν επίσης οι διαδικασίες
της μνήμης, της κρίσης και της μάθησης.
Τελικά ο Ζέκι καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αναγνώριση του χρώματος
πραγματοποιείται από τον εγκέφαλο σε 3 στάδια:
i) Καταγραφή μηκών κύματος προερχόμενων από
το οπτικό πεδίο.
ii) Απαλλαγή του εγκεφάλου από τις συνεχείς
αλλαγές μηκών κύματος του φωτός.
iii) Έλεγχος της ακρίβειας του χρώματος με τη συμμετοχή αρκετών περιοχών του
εγκεφάλου.
Αργότερα, στο 20ο κεφάλαιο του βιβλίου, ο Ζέκι επισημαίνει τη
διαφορά στις αντιδράσεις του εγκεφάλου που προκαλούν η παραστατική και η
αφηρημένη τέχνη: Η παραστατική ερεθίζει μεγαλύτερη περιοχή του.
Εν συνεχεία ο Ζέκι βρίσκει ενδιαφέρον στο να επιδιώξει να προσεγγίσει
τον τρόπο της πνευματικής εργασίας του ζωγράφου Κλωντ Μονέ καταλήγοντας στην
άποψη ότι, κατά κάποιον τρόπο, αυτός ήταν πρόδρομος των φωβιστών, αφού πρόσθετε
στα έργα που ξεκινούσε στο πεδίο επιπλέον χρωματικά στοιχεία εργαζόμενος εντός
του ατελιέ του. Άρα, κατά την άποψη του Ζέκι, ο Μονέ δε ζωγράφιζε μόνο με το
μάτι, συλλαμβάνοντας τη στιγμή, αλλά εμπλούτιζε τα έργα του χρησιμοποιώντας τη
δύναμη του εγκεφάλου του. Τελικά, σε αυτό το κεφάλαιο ο Ζέκι καταλήγει σε δύο ενδιαφέροντα συμπεράσματά του:
i)
Διαφορετικές τεχνοτροπίες στη ζωγραφική
χρησιμοποιούν διαφορετικά συστήματα του εγκεφάλου.
ii)
Μία από τις κύριες λειτουργίες της
ζωγραφικής είναι η απόκτηση γνώσης για τον κόσμο.
Κλείνοντας το βιβλίο του, ο συγγραφέας εξηγεί το ενδιαφέρον του να
γράψει ένα βιβλίο για τη νευροβιολογία της τέχνης. Οι γνώσεις της
νευροβιολογίας, η εμπειρία του από επισκέψεις σε χώρους τέχνης και η πεποίθησή
του ότι η θεωρία της αισθητικής θα γίνει ισχυρότερη αν στηριχθεί σε ισχυρά
θεμέλια είναι τρία από τα κίνητρα που τον οδήγησαν να ασχοληθεί με το
συγκεκριμένο θέμα.
Εν συνεχεία ο συγγραφέας εξομολογείται ότι έπρεπε να μην αναφερθεί στην
αγάπη ως γενεσιουργό δύναμη καλλιτεχνικών αριστουργημάτων αλλά να προσπαθήσει
να εξηγήσει μέσω των γνώσεων τις οποίες έχει κατακτήσει η νευροβιολογία τον
τρόπο που κάποιος δημιουργεί ή κατανοεί την τέχνη. Αναγνωρίζει, παρόλα αυτά,
ότι δεν είναι σίγουρος ότι οι πρωτότυπες σκέψεις του θα αποδειχθούν σωστές στο
μέλλον. Ωστόσο του ήταν αδιανόητο να μην τις καταγράψει. Τέλος, εκφράζει την
άποψη ότι η ερμηνεία της τέχνης μέσω της επιστήμης του εγκεφάλου δεν την
υποβιβάζει καθόλου αλλά επεκτείνει το θαυμασμό προς τα έργα της στο θαυμασμό
του οργάνου που τα δημιουργεί.
Β) ΤΑ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
«Η εσωτερική όραση» του Σεμίρ Ζέκι είναι ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον
βιβλίο, που χαρακτηρίζεται από μεγάλη πρωτοτυπία. Ο συγγραφέας είναι από τους
πρώτους επιστήμονες που επιδιώκουν να συσχετίσουν τον τρόπο που λειτουργεί ο
εγκέφαλος με τη δημιουργία και την αντίληψη των καλλιτεχνικών έργων.
Τα επιχειρήματα των απόψεων του Ζέκι είναι πλούσια και συχνά
συνοδεύονται από κατατοπιστικές εικόνες. Έτσι ο ενδιαφερόμενος και επίμονος
αναγνώστης μπορεί να εισαχθεί στο πνεύμα της.
Αναμφίβολα ο αναγνώστης που ενδιαφέρεται για τις καλές τέχνες ή για τη
βιολογία και για άλλες σχετικές επιστήμες μπορεί να απορροφηθεί ευχάριστα από
τη ροή της παρουσίασης των ιδεών του συγγραφέα.
Τέλος, οι ιδέες που παρουσιάζονται από το Ζέκι δύνανται να εμπνεύσουν κι
άλους επιστήμονες ωθώντας τους στη διερεύνηση της σχέσης ανάμεσα στις καλές
τέχνες και τη λειτουργία του εγκεφάλου.
Γ) ΤΑ ΜΕΙΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Αν και αρκετά συναρπαστική, η «Εσωτερική Όραση» είναι ένα πολύ δύσκολο
βιβλίο. Πρόκειται για ένα σύγγραμμα που κυρίως μελετάται και όχι απλώς
αναγιγνώσκεται. Για τη μελέτη του απαιτείται έντονη αυτοσυγκέντρωση και
προσοχή. Αυτό συμβαίνει δότι το βιβλίο περιέχει πολλές έννοιες της
νευροφυσιολογίας αλλά και πληθώρα ονομάτων και έργων καλλιτεχνών από όλον τον
κόσμο.
Επομένως η «Εσωτερική Όραση» δεν απευθύνεται σε όλον τον κόσμο. Είναι
ένα βιβλίο που αφορά είτε τους καλλιτέχνες ή τους ειδικούς του ανθρώπινου
εγκεφάλου. Για την ευκολότερη μελέτη του, μάλιστα, χρήσιμο είναι να γνωρίζει
κανείς καλά το πεδίο της τέχνης ή το πεδίο της επιστήμης του εγκεφάλου. Αν
κάποιος δεν είναι γνώστης αυτών, είναι αναγκαίο να προστρέχει ανά διαστήματα σε
σχετική βιβλιογραφία, έτσι ώστε να κατανοήσει τελικά τις πρωτότυπες ιδέες του
Σεμίρ Ζέκι. Καλό είναι, μάλιστα, να κρατά κανείς και γραπτές σημειώσεις κατά τη
διάρκεια της μελέτης για την ευκολότερη κατανόηση και συγκράτηση των ιδεών του
συγγράμματος.
Ίσως επίσης να είναι θεμιτό ο αναγνώστης να είναι ξεκούραστος κάθε φορά
που διαβάζει ένα μέρος αυτού του βιβλίου.
Δ) ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Είναι αξιοθαύμαστο το πόσο μακριά έχει φτάσει η ανθρώπινη σκέψη στις
μέρες μας, έτσι ώστε να προσεγγίζει με τόσο πρωτότυπο τρόπο το θαυμαστό τομέα
των καλών τεχνών. Ο Σεμίρ Ζέκι
φωτίζει με ενδιαφέροντα τρόπο αυτό το νέο και αρκετά ανεξερεύνητο πεδίο της
ανθρώπινης διανόησης.
Στον ακόμη αμύητο σε αυτά τα θέματα αναγνώστη προκαλεί εντύπωση το ότι
κάθε είδος καλλιτεχνικής δημιουργίας ερεθίζει διαφορετικά σημεία του ανθρώπινου
εγκεφάλου. Εξαιρετικά ωραία φαίνεται και η παρουσίαση της τέχνης ως ενός τρόπου
απόκτησης γνώσης εκ μέρους των καλλιτεχνών.
Τελικά φαίνεται ότι τα πάντα σε αυτόν τον κόσμο συνδέονται με κάποιες
σχέσεις μεταξύ τους, ακόμη κι αν αυτές δεν είναι τόσο ορατές και κατανοητές εκ
πρώτης όψεως.
Αναμφίβολα τα συμπεράσματα του Ζέκι οφείλουν να διερευνηθούν περισσότερο
και έτσι να επιχειρηθεί η εξέταση η εξέταση και άλλων σχέσεων μεταξύ
διαφορετικών ειδών τέχνης ή άλλων δραστηριοτήτων με την ανθρώπινη νόηση.
Παραδείγματος χάριν, η σχέση μεταξύ εγκεφάλου και αρχιτεκτονικής θα ήταν
ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και χρήσιμη κατά την εφαρμογή της με σκοπό τη δημιουργία
οικοδομημάτων που θα προάγουν την ανθρώπινη ευεξία.
Ο Ζέκι είναι, λοιπόν, ένας σημαντικός επιστήμονας και στοχαστής της
εποχής μας που εισάγει ένα πρωτότυπο πεδίο προς διερεύνηση, κάτι που θα ήταν
ωραίο και χρήσιμο να πραγματοποιούταν απλο περισσότερους πνευματικούς ανθρώπους
της εποχής μας.
Αν, λοιπόν, κάποιος ενδιαφέρεται να μυηθεί σε νέα γνώση και καινοτόμο
τρόπο σκέψης, αξίζει να μελετήσει τις ιδέες του Σεμίρ Ζέκι.
37. “INNER VISION - An exploration of art and the brain” by Semir Zeki
A) THE BOOK’S PREMISE
How many readers—lovers of science or art—have ever
wondered how the brain perceives the images received by human eyes? According
to the book “Inner Vision” by the founder of neuroaesthetics, Semir Zeki, each
property of an image is processed by a different, specialized area of the
brain. For instance, there are distinct brain regions responsible for
perceiving color, shape, and movement. Ultimately, all these fragmented
perceptions—formed with minimal time differences—combine to create the viewer’s
overall impression of the object seen.
Moreover, if a specific visual brain area is damaged,
the patient does not entirely lose sight but continues to perceive other
properties of the image, which are interpreted by the remaining healthy visual
centers. This is observed, for example, in patients with achromatopsia. This
differentiation explains the various aesthetic approaches in art: color
aesthetics, portrait aesthetics, landscape aesthetics, etc. Together, they
compose what is known as higher aesthetics. However, there is still insufficient
knowledge about how information from distinct brain regions unifies into a
complete visual perception.
Zeki also discusses whether ideal forms truly exist in
the world—as Plato claimed—or whether they depend on the observer’s visual
brain capabilities. The latter seems more likely. As supporting evidence, he
cites cases of people born blind who later gain sight through surgery.
Further into his analysis, Zeki explores how each
brain cell related to vision responds to very specific stimuli—for example,
movement in a particular direction or only certain colors. This raises interest
in how the activity of individual cells may influence the appreciation of
specific artworks.
Another particularly interesting subject Zeki
investigates is the neurophysiology of oriented lines. These lines are common
in modern art by artists such as Ellsworth Kelly, Kazimir Malevich, Alexander
Rodchenko, and Piet Mondrian. According to Zeki, a large group of visual
cortical neurons responds selectively to lines with specific orientations,
forming the building blocks for shape recognition. Thus, the link between
visual cortex activity and the work of such artists may not be coincidental. In
fact, neurons along a given cortical line respond to lines of the same
orientation in an artwork. If these cells are lost, aesthetic experience may no
longer be possible.
Some patients, for instance, can perceive the colors
of artworks but not their shapes due to certain disorders. Remarkably, some
artists, such as Mondrian, exhibited obsessive preferences for specific line
orientations. Mondrian was so irritated by Theo van Doesburg’s diagonal lines
that he refused to work with him solely because of them.
Furthermore, brain cells are so selective that they
respond not only to orientation but also to line width. What about shapes like
squares or rectangles? The receptive fields of brain cells responsible for
visual input are square or rectangular. These fields are activated when there
is contrast in stimulus energy, for example, when a blue square appears on a
black background. This is seen in Van Doesburg’s work “The Cow,” where 14
rectangles are displayed on a light background. Our perception of such art exists
because specific brain cells respond to it. That’s why there is no ultraviolet
art—our brains do not perceive ultraviolet radiation.
Zeki also considers how the brain perceives
continuous-line artworks compared to those composed of dots. The perception of
works by Henri Matisse or the moving parts in Alexander Calder’s sculptures
raises questions about how the brain synthesizes these elements into cohesive
artworks. Possibly, there is a brain region responsible for recognizing
compositional unity in lines, dots, or other elements.
While various visual brain cells respond to lines of
different orientations, some also respond depending on the direction of motion.
This was not yet known when Swiss artist Jean Tinguely became fascinated
watching Georges Mathieu paint with specific movements. This experience
inspired Tinguely to develop kinetic art—an art form that had already emerged,
adding the element of time to visual arts. Unknowingly, Tinguely aligned his
work with brain cell activity that responds to moving, oriented lines and edges—stimulating
different cell groups than those activated by Malevich’s art. This, again,
shows a specialized aesthetic function.
One of the largest chapters of the book is dedicated
to kinetic art. The early kinetic artists did not know they were activating
area V5 of the brain, which specializes in motion perception. Marcel Duchamp
was among the first to incorporate motion into art. Antoine Pevsner and Naum
Gabo considered motion the “fourth dimension” of art. However, Alexander Calder
gave it new life. Instinctively, he painted his “mobiles” in a single color
(white, black, or red), perhaps to stimulate not only the motion-sensitive
areas but also the color-processing regions of the brain.
Calder also introduced randomness by allowing his
mobiles to move with the wind rather than mechanisms. His innovations inspired
poets of his time. Neurophysiological studies show that this randomness
increases blood flow in the brain’s V1 region.
Kinetic art eventually prioritized movement over form.
Tinguely took this further with his self-destructing sculpture “Homage to New
York” (1960).
In Zeki’s analysis of Isia Leviant’s painting “The
Enigma,” it was shown that the brain's V5 area is activated even though the
concentric rings appear to be moving when, in fact, they are static. This is a
work where the brain constructs the final experience according to its own
principles.
Zeki also explores brain regions that specialize in
facial recognition. Many renowned artists have painted portraits that convey
character and emotion. Some patients with brain injuries suffer from
prosopagnosia—an inability to recognize faces. Some can recognize faces but not
the emotions they express, or vice versa.
Another key topic is the physiology of color vision.
According to Zeki, the brain itself maintains the perception of consistent
object color, regardless of lighting conditions. Area V4 is responsible for
this stable color perception. Patients with only the V1 area intact perceive
object colors solely based on the color of reflected light. Generally, in
healthy individuals, color perception is linked to object shape. Only in
specific cases can someone perceive color without form—something the Fauves
dreamed of.
The Fauves used unnatural colors to depict objects.
Comparing brain regions activated by naturally vs. unnaturally colored objects
shows different responses. Therefore, their experiments in color were in fact
neurobiological studies of visual processing. Recognition of color in abstract
works depends on automatic brain computation, while recognition of real-world
objects also involves memory, judgment, and learning.
Zeki concludes that color recognition happens in three
stages:
i) Recording wavelengths from
the visual field.
ii) Discounting continual changes in light wavelength.
iii) Accuracy control of color through the participation of multiple brain
regions.
In the 20th chapter, Zeki highlights the difference in
brain responses to representational versus abstract art—the former activates
larger brain regions.
He then investigates Claude Monet’s creative process,
concluding that Monet was a forerunner of the Fauves. Although he started his
works outdoors, he enriched them later in the studio. Thus, Monet painted not
only with his eye but also with his brain.
Zeki ends the chapter with two conclusions:
i) Different painting styles
engage different brain systems.
ii) One of painting’s main functions is to acquire knowledge about the world.
He closes the book by explaining why he wrote about
the neurobiology of art: a combination of his neuroscience knowledge,
experiences in art spaces, and belief that aesthetic theory will be
strengthened by solid scientific foundations.
Zeki confesses that, although he avoided discussing
love as a generative force of masterpieces, he aimed to explain how art is
created or understood through neuroscience. He admits his ideas may not all
prove correct, but he felt compelled to write them. He finally states that
explaining art through brain science does not diminish its value—instead, it
expands our admiration for art to admiration for the organ that creates it.
B) ADVANTAGES OF THE BOOK
“Inner Vision” by Semir Zeki is an exceptionally
original and fascinating book. The author is among the first scientists to
attempt linking brain function with the creation and perception of artworks.
Zeki's arguments are well-supported and often
accompanied by clear illustrations, helping the attentive and persistent reader
grasp the ideas.
Certainly, anyone interested in fine arts or
biological sciences can be pleasantly immersed in the flow of Zeki’s
presentation. The book's ideas may also inspire other researchers to further
investigate the link between art and brain function.
C) DISADVANTAGES OF THE BOOK
Despite its captivating content, “Inner Vision” is a
difficult book. It is not a casual read but rather one that requires in-depth
study. Intense focus and concentration are necessary due to the many
neurophysiological concepts and references to numerous artists and artworks
from around the world.
Thus, the book does not address a general audience but
is more suited to artists or brain scientists. A good understanding of art or
neuroscience is essential for easier study. Otherwise, the reader must
frequently consult external references to fully comprehend Zeki’s
groundbreaking ideas. Taking notes during reading is highly recommended.
It may also be best to approach the book when
well-rested.
D) REFLECTIONS AFTER READING
It is astonishing how far human thought has
progressed, allowing such an original approach to the marvelous realm of the
arts. Semir Zeki sheds light on this new, relatively unexplored domain of human
intellect.
For readers unfamiliar with these topics, it is
striking that each form of artistic expression stimulates different regions of
the brain. The presentation of art as a means of acquiring knowledge is also
particularly appealing.
Ultimately, it appears that everything in the world is
interconnected—even when those connections are not immediately visible or
comprehensible.
Undoubtedly, Zeki’s conclusions deserve further
exploration. Other relationships—such as between different types of art or
between activities and cognition—could be examined. For instance, exploring the
link between brain function and architecture could be valuable, especially in
designing buildings that enhance well-being.
Zeki is thus an important thinker and scientist of our
time, introducing a novel field of investigation—something we would benefit
from seeing more often among today’s intellectuals.
Anyone seeking new knowledge and innovative thought
should definitely engage with Zeki’s work.
Comments
Post a Comment